- ἀδίοπος
- ἀδίοποςwithout commandermasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδίοπος — ἀδίοπος, ον (Α) (για πλοία) αυτός που δεν έχει δίοπο, δηλ. Κυβερνήτη, ακυβέρνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δίοπος (= αρχηγός, διοικητής, κυβερνήτης) < διέπω] … Dictionary of Greek
ἀδίοπον — ἀδίοπος without commander masc/fem acc sg ἀδίοπος without commander neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδίοποι — ἀδίοπος without commander masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)